- επαρκούντως
- ἐπαρκούντως (Α)επίρρ. αρκούντως, επαρκώς, αρκετά («κακῶς μέν, οἶδ', ἐπαρκούντως δ' ἐμοί», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαρκούντως — sufficiently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)